χαβούτσι

χαβούτσι
το , χαβούτσια η морковь

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "χαβούτσι" в других словарях:

  • χαβούτσι — το, και χαβούτσια, η, Ν βοτ. άλλη κοινή ονομασία τού καρότου. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για διαλ. ονομ. τού φυτού, που ανάγεται σε τουρκ. τ.] …   Dictionary of Greek

  • χαβούτσια — η, Ν βλ. χαβούτσι …   Dictionary of Greek

  • τσακωνική διάλεκτος — Η διάλεκτος των σημερινών Τ. είναι ιδιόρρυθμη, με πολλά αρχαϊκά στοιχεία. Είναι η μόνη από τις νεοελληνικές διαλέκτους η οποία δεν προέρχεται από την αττική, όπως όλες οι άλλες, αλλά απευθείας από τη λακωνική, της οποίας αποτελεί συνεχή και… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»